- Ουκρανία
- Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει παραμεθόριος χώρα. Η χώρα πήρε την ονομασία της πριν από αρκετούς αιώνες, όταν από τα εδάφη της, τα οποία διεκδικούσαν τα γειτονικά κράτη, περνούσαν οδικές αρτηρίες οι οποίες ένωναν τη Βαλτική με τη Μαύρη θάλασσα και την Ευρώπη με την κεντρική Ασία. Σήμερα, η Ο. είναι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χώρα (της οποίας το έδαφος να συμπεριλαμβάνεται εξολοκλήρου στην ευρωπαϊκή ήπειρο), ελαφρώς μεγαλύτερη από τη Γαλλία.Η Ο. διαιρείται διοικητικά σε 24 διαμερίσματα και στην αυτόνομη δημοκρατία της Κριμαίας (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των διαμερισμάτων το 2001): Bίνιτσα (Vinnyts΄ka, Bίνιτσα, 1.772.400), Bολυνία (Volyns΄ka, Λουτς, 1.060.700), Zαπόριζα (Zaporiz΄ka, Zαπόριζα, 1.929.200), Zιτομίρ (Zhytomyrs΄ka, Zιτομίρ, 1.389.500), Iβάνο-Φρανκόφσκι (Ivano-Frankivs΄ka, Iβάνο-Φρανκόφσκι, 1.409.800), Κίεβο (Kyyiv, Κίεβο, 2.611.300), Kιροβογκράντ (Kirovohrads΄ka, Kιροβογκράντ, 1.133.100), Κριμαία (Krym, Σιμφεροπόλ, 2.033.700), Λβοφ (L΄vivs΄ka, Λβοφ, 2.626.500), Λουγκάνσκ (Luhans΄ka, Λουγκάνσκ, 2.546.200), Nικολάιφ (Mykolayivs΄ka, Nικολάγεφ, 1.264.700), Nτονιέτσκ (Donets΄ka, Nτονιέτσκ, 4.841.100), Nτνιεπροπετρόφκ (Dnipropetrovs΄ka, Nτνιεπροπετρόφσκ, 3.567.600), Οδησσός (Odes΄ka, Οδησσός, 2.469.000), Πολτάβα (Poltavs΄ka, Πολτάβα, 1.630.100), Pόβνο (Rivnens΄ka, Pόβνο, 1.173.300), Σούμι (Sums΄ka, Σούμι, 1.299.700), Tερνοπόλ (Ternopil΄s΄ka, Tερνοπόλ, 1.142.400), Tσερκάσι (Cherkas΄ka, Tσερκάσι, 1.402.900), Tσερνιγκόφ (Chernihivs΄ka, Tσερνιγκόφ, 1.245.300), Tσερνόφτσι (Chernivets΄ka, Tσερνόφτσι, 922.800), Υπερκαρπαθία (Zakarpats΄ka, Oυζγκορόντ, 1.258.300), Xάρικβ (Kharkivs΄ka, Xάρκοβο, 2.914.200), Xερσών (Khersons΄ka, Xερσών, 1.175.100), Xμελνίτσκι (Khmel’nyts΄’ka, Xμελνίτσκι, 1.430.800). Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η ουκρανική, μία εκ των τριών ανατολικών σλαβικών γλωσσών, συγγενής προς τη ρωσική. Ομιλείται, ωστόσο και η ρωσική, η ρουμανική και η πολωνική. Οι Ουκρανοί στη χώρα αποτελούν το 77,8% του πληθυσμού, οι Ρώσοι το 17,3%, οι Λευκορώσοι το 0,6%, οι Μολδαβοί το 0,5%, οι Τάταροι της Κριμαίας το 0,5%, οι Βούλγαροι το 0,4%, οι Ούγγροι το 0,3%, οι Ρουμάνοι το 0,3%, οι Πολωνοί το 0,3%, οι Εβραίοι το 0,2% και άλλες εθνότητες το 1,8% (2001).Η Ο. ήταν μέχρι το 1991 μια από τις δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης και ονομαζόταν Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ο. Η χώρα ανέκτησε την ανεξαρτησία της από το σοβιετικό μπλοκ το 1991. Το σύνταγμα του 1996 καθόρισε τη μορφή του πολιτεύματος και τη δομή της δημοκρατίας. Μέχρι πρόσφατα, ο πρωθυπουργός ήταν ουσιαστικά επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά η Ο. έχει υιοθετήσει πλέον ένα προεδρικό σύστημα, στα πρότυπα της Αμερικής, της Γαλλίας και της Ρωσίας, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο πρόεδρος της χώρας έχει σήμερα (2003) μεγαλύτερες εκτελεστικές εξουσίες. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο (Εθνοσυνέλευση) το οποίο διαθέτει 450 έδρες, για την κατάληψη των οποίων διεξάγονται ελεύθερες εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια. Τον Απρίλιο του 2000, οι Ουκρανοί ψήφισαν υπέρ του διαχωρισμού του κοινοβουλίου σε δύο νομοθετικά σώματα, καθώς επίσης και υπέρ της μείωσης του αριθμού των βουλευτών στους 300. Ο πρόεδρος της χώρας εκλέγεται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία κάθε 5 χρόνια και δεν μπορεί να εκλεγεί για περισσότερο από δύο συνεχόμενες θητείες· είναι επίσης επικεφαλής του εθνικού συμβουλίου ασφαλείας και άμυνας. Τα καθήκοντα του προέδρου της χώρας ασκεί, από τις 19 Ιουλίου 1994, ο Λέονιντ Κούσμα.Τα κυριότερα κόμματα στη χώρα είναι τα εξής: το Αγροτικό Κόμμα, το Κομουνιστικό Κόμμα της Ο., οι Δημοκρατικές Πρωτοβουλίες, η Ευρωπαϊκή Επιλογή, η Δική μας Ο., η Επιλογή του Λαού, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, η Δύναμη του Λαού, οι Περιοχές της Ο., το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ο. (το τέως Κομουνιστικό Κόμμα της Ο.), το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα, οι Εργαζόμενοι Ουκρανοί Βιομήχανοι και Επιχειρηματίες. Πρωθυπουργός της χώρας, από τις 21 Νοεμβρίου 2002, είναι ο Βίκτωρ Γιανούκοβιτς. Η δικαιοσύνη στη χώρα απονέμεται από το ανώτατο δικαστήριο και από το συνταγματικό δικαστήριο. Το ανώτατο δικαστήριο αποτελεί την υπέρτατη δικαστική αρχή. Ο γενικός εισαγγελέας διορίζεται για θητεία πέντε ετών.Οι Ουκρανοί είναι ως επί το πλείστον χριστιανοί Ορθόδοξοι (κατά περίπου 73%). Η Εκκλησία της Ο. υπαγόταν μέχρι το 1990 στο Πατριαρχείο της Μόσχας. Το 1990, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μετονομάστηκε σε Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία για να αντιμετωπίσει την ανάπτυξη της Αυτοκέφαλης Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μια τρίτη αυτοκέφαλη Εκκλησία δημιουργήθηκε το 1992 από τον πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε πατριάρχης της νέας Εκκλησίας, η οποία ωστόσο δεν έχει αναγνωριστεί από τις άλλες Εκκλησίες. Υπάρχουν επίσης στη χώρα ορισμένοι καθολικοί Ουνίτες, καθώς επίσης και Διαμαρτυρόμενοι και Εβραίοι.Η εκπαίδευση στην Ο., υποχρεωτική από την ηλικία των 6 έως την ηλικία των 15 ετών, είναι υψηλού επιπέδου, καθώς η ουκρανική καθιερώθηκε και πάλι ως επίσημη γλώσσα του κράτους, μετά από τον αναγκαστικό εκρωσισμό που εφαρμόστηκε υπό την κυριαρχία της τέως σοβιετικής ένωσης. Η ρωσική, ωστόσο, εξακολουθεί να επικρατεί σε περιοχές οι οποίες κατοικούνται ως επί το πλείστον από Ρώσους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, λειτουργούσαν στη χώρα περίπου 21.700 σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στα οποία φοιτούσαν ετησίως περίπου 6,8 εκατ. μαθητές. Λειτουργούν κρατικά πανεπιστήμια στο Κίεβο (1834), στο Χάρκοβο (1805), στην Οδησσό, στο Λβοφ (1661), στο Tσερνιγκόφ (1875), στο Nτνιεπροπετρόφσκ (1918), στη Σιμφεροπόλ (1918) και στο Ντονιέτσκ (1965). Το 1998-99, οι φοιτητές στα πανεπιστήμια και στα κολέγια ήταν 1.583.354, ενώ ο αναλφαβητισμός ήταν στο 2%. Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική στην Ο. και είναι διάρκειας 18 μηνών στον στρατό και στην πολεμική αεροπορία και 24 μηνών στο πολεμικό ναυτικό. Το 1999, το ανώτατο όριο ηλικίας για τους εφέδρους μειώθηκε από τα 27 στα 25 χρόνια. Το 2001, ο στρατός ξηράς στελεχωνόταν από 151.200 άτομα, το πολεμικό ναυτικό από 13.000 και η πολεμική αεροπορία από 96.000 άτομα. Μετά από την ανεξαρτησία της χώρας, το 1991, Ο. και Ρωσία διαφωνούν ως προς τον διαχωρισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της τέως Σοβιετικής Ένωσης, και ειδικότερα του στόλου των 350 πολεμικών πλοίων στη Μαύρη θάλασσα· ωστόσο, τον Μάιο του 1997, επετεύχθη συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, ως προς το καθεστώς και τη στρατηγική ανάπτυξη του εν λόγω στόλου.Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας στη χώρα, το οποίο εφαρμοζόταν κατά τη διάρκεια του κομουνιστικού καθεστώτος, εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα (2003) σχεδόν καθ’ ολοκληρία. Το 1998, αναλογούσε στην Ο. ένας γιατρός ανά 334 κατοίκους και, ως προς τη βρεφική θνησιμότητα, σημειώνονταν, το 2002, 24 θάνατοι ανά χίλιες γεννήσεις. Το 1998 δαπανήθηκε για τη δημόσια υγεία το 4% του ΑΕΠ της χώρας.Το χαρακτηριστικό τοπίο της Ο. είναι η στέπα, η οποία απλώνεται για εκατοντάδες χιλιόμετρα και διακόπτεται από αμέτρητα χωριά και πόλεις της υπαίθρου. Την Άνοιξη, εκτός από τα αγριολούλουδα, άφθονα είναι τα βότανα και τα άνθη που καλλιεργούνται για τη μελισσοκομία και την ιατρική. Το κάθε σπίτι έχει δικό του περιβόλι, στους φράχτες φυτρώνουν βατόμουρα, στις άκρες των δρόμων υπάρχουν δεντροστοιχίες από καστανιές και φλαμουριές και γύρω από τα χωριά δενδρόκηποι με κερασιές, μηλιές και άλλα οπωροφόρα. Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα θα είχε μείνει αναλλοίωτη εδώ και αιώνες, αν δεν είχε προκύψει η πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ, εξαιτίας της οποίας μολύνθηκαν πάνω από το 10% των αρόσιμων εδαφών και 4 εκατ. Ουκρανοί ζουν πλέον σε μολυσμένες από ραδιενέργεια περιοχές.
Η στέπα είναι μια μορφή βλάστησης που αποτελείται κυρίως από αγρωστοειδή, συνήθως ποώδη και πολυετή φυτά, που αντέχουν στην ξηρασία και στο ψύχος. Τα φυτά καλύπτουν μονίμως το πλούσιο, σκουρόχρωμο έδαφος με κονιώδες χώμα, μαύρο ή καστανό. Η λωρίδα των μαύρων γαιών, των τσερνοζιόμ, αρχίζει στα δυτικά σύνορα της Ο. με την Πολωνία και εκτείνεται έως τη λεκάνη του ρωσικού Tομ, στη δυτική Σιβηρία, κατά μήκος μιας λωρίδας πλάτους 350-700 χλμ. Οι τυπικοί φυτικοί συνδυασμοί των λειμώνων από μαύρη γη είναι ποικίλοι. Αποτελούνται από βολβώδη φυτά, φυτά με ριζώματα, με πολύχρωμα λουλούδια που ανθίζουν με την τήξη των χιονιών, και μεγάλα αγρωστοειδή, το πιο διαδεδομένο από τα οποία είναι το κοβίλ.
Οι στέπες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της Ο. και μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ανατολικής ή ρωσικής πεδιάδας. Στην Ο., οι καλλιεργημένες πεδιάδες και οι λειμώνες απλώνονται ομοιόμορφα σε μεγάλες εκτάσεις και ο ανοιχτός ορίζοντας διακόπτεται μόνο από δάση και από μικρά υψώματα που δεν ξεπερνούν τα 180 μέτρα. Τέτοια δάση και λίγοι διάσπαρτοι βάλτοι υπάρχουν στα βόρεια και στα βορειοδυτικά. Στην κεντρική ζώνη απλώνεται η στέπα, που διακόπτεται αραιά από δάση, ενώ στα νότια υπάρχει μόνο στέπα.
Στα δυτικά, καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση τα υψίπεδα Bολίνιε και Ποντόλιε, στον Βορρά το Πολέσιε και στον Νότο το Πριτσερνομόριε. Μεγάλο μέρος του Πολέσιε αποτελείται από αμμώδεις λοφοσειρές, από μοραινικούς λόφους και από πεδιάδες ποτάμιας και παγετωνικής προέλευσης. Στα ανατολικά, τις στέπες με τις ποτάμιες κοιλάδες διακόπτουν οι παραφυάδες του υψιπέδου της μέσης Ρωσίας και στα νοτιοανατολικά η λοφοσειρά Nτονέτσκ, που αποτελεί και το κέντρο εξόρυξης άνθρακα. Μόνο στα νότια και στα νοτιοδυτικά υψώνονται πραγματικά βουνά, τα Kριμαϊκά Όρη, στην ομώνυμη χερσόνησο, και τα Ουκρανικά Καρπάθια, στα σύνορα με τη Ρουμανία.
Τα Ουκρανικά Καρπάθια αποτελούν το ανατολικό τμήμα του ορεινού συστήματος των Καρπαθίων και εκτείνονται σε μήκος μεγαλύτερο των 230 χλμ. Η υψηλότερη κορυφή τους είναι η Γκοβέρλα, που έχει υψόμετρο 2.061 μ. και βρίσκεται στο όρος Tσερναγκόρα. Τα Καρπάθια έχουν δημιουργηθεί από αλπική πτύχωση και είναι βουνά μέσου ύψους 1.000 μ. Επειδή στη δομή τους κυριαρχούν τα ιζηματογενή πετρώματα, χαρακτηρίζονται από στρογγυλές κορυφές, ομαλές πλαγιές και σχεδόν επίπεδες κορυφογραμμές. Στο μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτονται από δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων, που στις υψηλότερες ζώνες εναλλάσσονται με αλπικά λιβάδια. Από τις πλαγιές τους πηγάζουν οι ποταμοί Δνείστερος, Tερέσβα, Σιρέτ, Προύθος κ.ά. Στους πρόποδες των Καρπαθίων υπάρχουν γόνιμα καλλιεργημένα εδάφη και λιβάδια.
Η χερσόνησος της Κριμαίας αποτελούσε σταθμό στη διαδρομή ανατολής-δύσης και μήλον της έριδος για τους γειτονικούς λαούς επί πολλούς αιώνες. Η χερσόνησος ενώνεται με την ηπειρωτική χώρα μόνο στα βορειοδυτικά, με τον ισθμό του Περεκόπ. Στα βορειοανατολικά, η Aραμπάτσκαγια Στρέλκα, μια γλώσσα αμμώδους γης μήκους 110 χλμ., σχεδόν περικλείει τη ρηχή λιμνοθάλασσα Σιβάς.
Η βόρεια και η κεντρική Κριμαία καλύπτονται από επίπεδη και ξηρή στέπα. Τα Κριμαϊκά όρη αρχίζουν νότια από τη Συμφερούπολη. Είναι τα υψηλότερα βουνά μέσα στην περιοχή που ορίζεται από τον Καύκασο και τα Καρπάθια και στο μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτονται από δάση. Θεωρούνται επιμήκυνση του άξονα των βουλγαρικών βαλκανικών ορέων και παρουσιάζονται σαν ένα μεγάλο μετατοπισμένο συγκρότημα. Αποτελούνται από τρεις οροσειρές, ύψους 1.000-1.500 μ., με υψηλότερο σημείο την κορυφή Pομάν-Kος, στα 1.545 μ. H κύρια οροσειρά κόβεται απότομα, σχηματίζοντας τη νότια ακτή της Κριμαίας, με πλάτος κυμαινόμενο μεταξύ 2 και 8 χλμ.
Οι αντιθέσεις του τοπίου και το ήπιο, υγιεινό κλίμα, ιδίως στην παραλιακή ζώνη νοτίως των βουνών, κατέστησαν την Κριμαία ιδανικό τόπο διακοπών για τους ευγενείς, από τον περασμένο κιόλας αιώνα. Μετά από τη σοβιετική επανάσταση, τα παλάτια των ευγενών χρησιμοποιήθηκαν για τη θεραπευτική αγωγή της εργατικής τάξης. Οι βίλες των ευγενών μετατράπηκαν τότε σε ξενοδοχεία, σε ιατρικά κέντρα και σε σανατόρια. Έρημα και εγκαταλελειμμένα τα περισσότερα από αυτά σήμερα, αναμένουν την αξιοποίησή τους χάρη στην καθιέρωση της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.Στο εσωτερικό της χώρας, το κλίμα είναι ηπειρωτικό, χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή. Επειδή η Ο. βρίσκεται σε ζώνη που επηρεάζεται από τους θερμούς και υγρούς ανέμους του Ατλαντικού, το κλίμα είναι ηπιότερο στα δυτικά από ό,τι στα ανατολικά. Επίσης, είναι ηπιότερο στις περιοχές που βρέχονται από τη Μαύρη θάλασσα, ενώ στη νότια Κριμαία γίνεται μεσογειακό. Στις ηπειρωτικές περιοχές, θερμότερος μήνας είναι ο Ιούλιος, κατά τον οποίο η θερμοκρασία ανέρχεται στους 23οC και ψυχρότερος κρύος ο Ιανουάριος, κατά τον οποίο οι θερμοκρασίες κυμαίνονται γύρω στους 0οC. Τις αντίστοιχες περιόδους, στα παράλια, η θερμοκρασία είναι μερικούς βαθμούς υψηλότερη.
Στο ηπειρωτικό τμήμα της χώρας, το χιόνι καλύπτει το έδαφος επί δύο μήνες, ενώ στο Κίεβο η παγωνιά μπορεί να διαρκέσει και μέχρι τρεις μήνες, συνήθως από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο. Η θερμή περίοδος διαρκεί γύρω στους πέντε μήνες. Οι ανατολικές περιοχές πλήττονται μερικές φορές από τα παγωμένα ρεύματα της Σιβηρίας, ενώ οι δυτικές ευεργετούνται από τις τελευταίες πνοές των θερμών μεσογειακών ανέμων. Η Υπερκαρπαθία (Zαρκαρπάτια), που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία των Ουκρανικών Καρπαθίων, είναι θερμότερη και ξηρότερη από την υπόλοιπη χώρα. Το ύψος των μέσων ετήσιων βροχοπτώσεων στα βορειοδυτικά φθάνουν τα 650 χιλιοστά, ενώ στα νοτιοανατολικά τα 300 χιλιοστά. Στην ορεινή Κριμαία και στα Καρπάθια, το μέσο ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων κυμαίνεται από 1.000 έως 1.200 χιλιοστά. Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος είναι οι υγρότεροι μήνες στο εσωτερικό της χώρας. Η περιοχή της Γιάλτας, που είναι σχετικά ξηρή, έχει τις περισσότερες βροχοπτώσεις τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο.Οι περιοχές των μαύρων γαιών, με το παχύ και πλούσιο σκουρόχρωμο χώμα, θεωρούνται από τις πιο γόνιμες περιοχές του κόσμου. Καλύπτουν τα 2/3 της έκτασης της Ο. και καλλιεργούνται αδιάκοπα, από την εποχή των Σκυθών, τον 4ο αι. π.Χ. Κατά τη διάρκεια του σοβιετικού καθεστώτος, η Ο. αποκαλείτο σιτοβολώνας της Σοβιετικής Ένωσης. Ακόμα και σήμερα, πάνω από τα μισά εδάφη της καλλιεργούνται με καλαμπόκι, σιτάρι, βρώμη, κριθάρι και όλα τα δημητριακά, καθώς και με ζαχαρότευτλα, πατάτες και καπνό. Τα οπωροκηπευτικά, τα εσπεριδοειδή και οι αμπελώνες έχουν εξαιρετική απόδοση στην Κριμαία. Τα καλλιεργημένα εδάφη των στεπών διακόπτονται από δασύλλια με βελανιδιές, σφενδάμους και φλαμουριές και από απέραντους πλούσιους λειμώνες, οι οποίοι έχουν ευνοήσει την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Εκτός όλων αυτών, όμως, τα ουκρανικά εδάφη προσφέρουν άφθονα ορυκτά, όπως γαιάνθρακες, λιγνίτη, σίδηρο, μαγγάνιο, τιτάνιο, φωσφορίτες, ορυκτά άλατα και άλατα καλίου, θείο, πετρέλαιο, φυσικό αέριο και δομικά υλικά, κυρίως στο ακραίο ανατολικό τμήμα και στο κέντρο του νότιου τμήματος της χώρας. Τα μεταλλικά νερά από τις πηγές που υπάρχουν σε όλη τη χώρα διοχετεύονται σε κέντρα ιαματικών λουτρών.
Επειδή στις στέπες η βλάστηση είναι άφθονη, η πανίδα είναι πλούσια: Στα ποτάμια και τις πηγές ζουν πάνω από 100 είδη θηλαστικών, 350 είδη πουλιών και 200 είδη ψαριών. Τα πουλιά, οι άσπρες πάπιες και οι χήνες, που κατακλύζουν κατά εκατομμύρια τους βάλτους και τις τεχνητές και φυσικές λίμνες, συνθέτουν μια χαρακτηριστική εικόνα της ουκρανικής υπαίθρου. Στα μεγάλα δάση των Καρπαθίων και στα βουνά της Κριμαίας βρίσκουν καταφύγιο αγριόγατες, αλεπούδες, λύκοι, ελάφια, αγριόχοιροι, γαζέλες κ.ά. Για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας, μεγάλες περιοχές της στέπας έχουν κηρυχθεί εθνικοί δρυμοί. Επίσης, έχουν δημιουργηθεί αρκετά φυσικά καταφύγια, όπου, εκτός από τα προαναφερθέντα ζώα, ζουν επίσης υπό την προστασία του κράτους και άγρια άλογα, αγριοβούβαλοι (Βίσονες) και αποδημητικά πουλιά. Μια στενή δασική ζώνη από πεύκα και ερυθρελάτη, βαλανιδιές, οξιές και σημύδες απλώνεται κατά μήκος της βόρειας πλευράς της χώρας και διακόπτεται από διάσπαρτους βάλτους. Τα Καρπάθια καλύπτονται από πυκνά δάση βαλανιδιάς, ερυθρελάτης, πεύκων και κέδρων. Στη νότια πλευρά της Κριμαίας, οι καλλιέργειες και η βλάστηση είναι μεσογειακού τοπίου. Στις όχθες των ποταμών φυτρώνουν ιτιές και λεύκες. Από τα 25 είδη λεύκας που ευδοκιμούν στη χώρα, κατασκευάζονται εδώ και αιώνες καλάθια, φράχτες και είδη οικιακής χρήσης.Το έδαφος της Ο. αποστραγγίζουν περίπου 3.000 ποταμοί, οι περισσότεροι από τους οποίους εκβάλλουν στην Αζοφική και στη Μαύρη θάλασσα. Το τμήμα του Δνείπερου που βρίσκεται στην Ο. έχει μήκος 1.204 χιλιόμετρα. Μαζί με τους παραποτάμους του – Σούλα, Πσιόλ, Bόρσκλα Σαμάρα, Tέτερεφ, Pος κ.ά. – αποτελεί την κύρια υδάτινη αρτηρία της χώρας. Συνολικά, υπάρχουν στην Ο. 116 ποταμοί που έχουν μήκος μεγαλύτερο από 100 χλμ. Στην περιοχή Πολέσιε, το δίκτυο είναι πυκνότερο από ό,τι στη στέπα. Κατά μήκος του Δνείπερου έχουν δημιουργηθεί υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί χρησιμοποιούνται επίσης για τη μεταφορά ξυλείας.
Τις εποχές των βροχών, πολλές κοιλάδες κατακλύζονται από νερά σε μεγάλες εκτάσεις και οι εκβολές των ποταμών μετατρέπονται σε λιμνοθάλασσες. Οι εκβολές του Δνείπερου και του Μπουγκ είναι ανοιχτές από την πλευρά της θάλασσας, οι εκβολές του Δνείστερου χωρίζονται από τη θάλασσα με αμμώδεις λωρίδες γης και εκείνες των Tιλιγκούλ και Kουγιάλνικ αποτελούν κλειστές λίμνες. Τέσσερις μεγάλοι ποταμοί, οι Δνείστερος, νότιος Mπουγκ, Δνείπερος και Σίβερσκι Nτονιέτς ρέουν από δυτικά προς τα ανατολικά. Οι τρεις πρώτοι χύνονται στη Μαύρη θάλασσα και ο Σίβερσκι Nτονιέτς ενώνεται με τον Nτον, που εκβάλλει στην Αζοφική. Από τους μεγαλύτερους, πλωτοί είναι οι Δνείπερος, Δνείστερος, Πρίπετ, Nτονιέτς, νότιος Mπουγκ, και η περιοχή του στομίου του Δούναβη, που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά σύνορα της χώρας. Πλωτό είναι επίσης ένα τμήμα του Προύθου, δεξιού παραπόταμου του Δούναβη, που πηγάζει από τα Καρπάθια.
Οι περισσότερες λίμνες βρίσκονται στην περιοχή Πολέσιε. Μερικές από αυτές είναι οι Σβιτιάσκογιε, Tούρσκογιε, Mπέλογιε. Οι σημαντικότερες λίμνες της Κιμαίας είναι οι Σασίκ, Nτονομζλόφ, Σάσκογιε. Σε ορισμένα σημεία του Δνείπερου έχουν δημιουργηθεί τεχνητές λίμνες. Ο θάλασσες της Ο. ανήκουν στη λεκάνη του Ατλαντικού ωκεανού, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την περιορισμένη αλμυρότητα των υδάτων τους. Οι ουκρανικές ακτές της Μαύρης θάλασσας είναι χαμηλές και σχηματίζουν αβαθείς κόλπους. Ο βυθός της έχει βαθιές αβύσσους που φθάνουν τα 2.245 μ. Με την Αζοφική την ενώνει ο πορθμός του Kερτς και με τη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα) ο πορθμός του Βοσπόρου. Η Αζοφική Θάλασσα, στα αρχαία ελληνικά Mαιώτις λίμνη, έχει έκταση περίπου 38.000 τ. χλμ. και μέσο βάθος που κυμαίνεται μεταξύ 9 και 13 μ. Το μεγαλύτερο βάθος της φτάνει τα 14,5 μ. Οι ακτές της είναι ομαλές και σχηματίζουν αμμώδεις λωρίδες γης, ενώ οι νότιες ακτές της Κριμαϊκής χερσονήσου είναι απότομες. Η Αζοφική και η Μαύρη θάλασσα αποτελούν σημαντικούς τόπους αλιείας, ιδίως του οξύρρυγχου από τον οποίο παράγεται το χαβιάρι.Τον 8ο και τον 9ο αι., Μιλήσιοι έποικοι κατέλαβαν τις περιοχές κοντά στις όχθες του ποταμού Δνείστερου και δημιούργησαν τις πόλεις Tίρα και Oλίβια. Ο πληθυσμός της Ο. ήταν το 1945 περίπου 40.500.000 κάτ. και το 2002 48.396.470 κάτ., οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον Ουκρανοί (77,8%). Στη χώρα ζει επίσης και μια σημαντική μειονότητα Ρώσων (17% του πληθυσμού), καθώς και άλλες, ολιγάριθμες, μειονότητες Λευκορώσων, Εβραίων, Μολδαβών, Ρουμάνων, Βουλγάρων, Πολωνών, κ.ά. Οι περισσότεροι Τάταροι της Κριμαίας εκτοπίστηκαν το 1944 στην κεντρική Ασία, εξαιτίας των εθνικιστικών τους βλέψεων.Η Ο. είναι η δεύτερη πολυπληθέστερη χώρα της τέως ΕΣΣΔ, μετά τη Ρωσία. Μέχρι το 1991, η ετήσια αύξηση του πληθυσμού κυμαινόταν μεταξύ του 1 και του 2,8%. Μετά το 1991, ωστόσο, η αύξηση του πληθυσμού ήταν αρνητική (-0,8%), και το 1992 –1,4%. Το 2002, η αύξηση του πληθυσμού παρέμεινε σε αρνητικά επίπεδα (-0,72%). Το προσδόκιμο ζωής είναι τα 72 χρόνια για τις γυναίκες και τα 61 χρόνια για τους άντρες, ενώ η πυκνότητα του πληθυσμού είναι 80 κάτ. ανά τ. χλμ.
Πόλεις. Το 68% των Ουκρανών διαμένει στις πόλεις. Σε μερικές πόλεις της ανατολικής και της νότιας Ο., οι Ρώσοι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, όπως επίσης και στην Κριμαία, μετά από τις μαζικές εκτοπίσεις των Τατάρων στην κεντρική Ασία, το 1944. Οι μεγαλύτερες πόλεις της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2001, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι οι εξής: Κίεβο (2.602.000 κάτι.), Χάρκοβο (1.470.000 κάτ.), Nτνιεπροπετρόφσκ (1.064.000 κάτ.), Οδησσός (1.029.000 κάτ.), Ζαπορόζιτς (814.000 κάτ.), Λβοφ (732.000 κάτ.), Κριβίι Ριχ (667.000 κάτ.), Νικολάγεφ (514.000 κάτ.), Λουγκάνσκ (463.000 κάτ.), Βίνιτσα (357.000 κάτ.), Σεβαστούπολη (341.000 κάτ.), Χερσών (328.000 κάτ.), Συμφερούπολη (343.000 κάτ.), Πολτάβα (318.000 κάτ.), Τσερνιγκόφ (301.000), Σούμι (293.000 κάτ.).Η Ο. έχει αρκετές προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί οικονομικά. Διαθέτει φυσικούς πόρους, αρκετά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, εκτεταμένο συγκοινωνιακό δίκτυο και εκσυγχρονισμένη τεχνολογία. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα στην οικονομική της ανάπτυξη έγκεινται κυρίως στην αποτυχία των ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες παρεμποδίστηκαν από τη σθεναρή αντίσταση που προέβαλε η καθεστηκυία τάξη στην Ο. Αποτέλεσμα της δυστοκίας που παρουσιάζει η εθνική οικονομία είναι το γεγονός ότι το 29% του πληθυσμού της χώρας ζει κάτω από τα όρια φτώχειας (2001).
Η αστάθεια στην πολιτική κατάσταση, λόγω των συγκρούσεων σε ορισμένες περιοχές, αποτέλεσε τροχοπέδη στην εφαρμογή των αλλαγών που είχαν προγραμματιστεί, ωστόσο τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Το 1994, η Ο. υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με την EE, και την ίδια χρονιά υιοθέτησε ένα νέο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την προσαρμογή της οικονομίας της χώρας στην ελεύθερη αγορά.
Το ΑΕΠ της Ο. ήταν, το 2001, 205.000 εκατ. δολάρια, ο πληθωρισμός 12% και το κατά κεφαλήν εισόδημα 4.200 δολάρια. Ο πρωτογενής τομέας (αγροτική παραγωγή) συμβάλλει κατά 13% στη δημιουργία του ΑΕΠ, ο δευτερογενής (βιομηχανία) κατά 40% και ο τριτογενής (υπηρεσίες) κατά 47% (2000). Στη βιομηχανία απασχολείται το 32% του εργατικού δυναμικού, στη γεωργία το 24% και στον τομέα των υπηρεσιών το 44% (1996), ενώ η ανεργία το 2001 ανερχόταν στο 3,6% του εργατικού δυναμικού.Στη γεωργία απασχολείται το 24% του εργατικού δυναμικού. Οι τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις της χώρας προσφέρονται για μεγάλες και παραγωγικές καλλιέργειες, με αποτέλεσμα να είναι η χώρα αυτάρκης σε πολλά είδη διατροφής. Από το 1991, άρχισε η απόδοση των γαιών στους παλαιούς ιδιοκτήτες τους, ωστόσο υφίστανται ακόμα τεράστιοι αγροτικοί συνεταιρισμοί που ανήκουν στο κράτος. Τα βασικά γεωργικά προϊόντα είναι το κριθάρι, το σιτάρι, το καλαμπόκι, τα ζαχαρότευτλα, οι πατάτες, τα δημητριακά, τα λαχανικά, τα σταφύλια κ.ά. Το 2001, παρήχθησαν στη χώρα 15 εκατ. τόνοι ζαχαρότευτλα, 16,7 εκατ. τόνοι σιτάρι, 13,5 εκατ. τόνοι γεώμηλα, και 700.000 τόνοι όσπρια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η υλοτομία απέδωσε 8,9 εκατ. κυβικά μέτρα ξυλείας.Το 2001, υπήρχαν στη χώρα 9,91 εκατ. βοοειδή, 9,08 εκατ. χοίροι, και 1 εκατ. πρόβατα. Οι τόποι αλιείας στη Μαύρη θάλασσα και στην Αζοφική θάλασσα μολύνθηκαν από κατάλοιπα γεωργικών φαρμάκων. Σημαντική, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι η αλιεία στους ποταμούς. Το 1997, τα αλιεύματα ανήλθαν στους 403.005 τόνους.Κατά τον 8ο και τον 9ο αι. π.Χ., οι περιοχές που βρίσκονται κοντά στις εκβολές των ποταμών Δνείστερου και Δνείπερου κατοικήθηκαν από Mιλήσιους εποίκους, και οι πόλεις τις οποίες ίδρυσαν γνώρισαν μεγάλη ακμή. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Ο. ήταν γνωστή ως Ουκρανική Αυτοκρατορία του Κιέβου. Το αρχικό αυτό ρωσικό κράτος, Kιεβάν Pους, είχε ιδρυθεί στην περιοχή που είναι γνωστή σήμερα ως Ο. και θεωρείται πρόγονος της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και της Ο. Μετά την πτώση των πριγκιπάτων των Pους, τον 13ο και τον 14ο αι., και κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Μογγόλων, οι Ουκρανοί αναπτύχθηκαν ξεχωριστά από τους άλλους ανατολικούς Σλάβους, κυρίως υπό τη διακυβέρνηση Πολωνών και Λιθουανών ηγεμόνων. Οι Ουκρανοί εισήλθαν για πρώτη φορά στη ρωσική αυτοκρατορία το 1654, όταν ένα κράτος Κοζάκων, ανατολικά του Δνείπερου, ζήτησε τη ρωσική προστασία από τις επιδρομές των Πολωνών. Το 1667, η Ο. χωρίστηκε στα δύο: οι περιοχές ανατολικά του Δνείπερου έγιναν τμήμα της Ρωσίας, ενώ η δυτική Ο. προσαρτήθηκε από την Πολωνία.
Όταν η τσαρική Ρωσία κατέρρευσε το 1917, Ουκρανοί εθνικιστές συγκρότησαν συμβούλιο και διεκδίκησαν την αυτονομία της Ο. Μετά από την επανάσταση των μπολσεβίκων, το συμβούλιο ανακήρυξε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ο. Μολονότι στην αρχή αναγνώρισαν τη νέα δημοκρατία, οι μπολσεβίκοι εγκαθίδρυσαν αργότερα άλλη κυβέρνηση και, τον Φεβρουάριο του 1918, όλη η Ο. κατελήφθη από τις σοβιετικές δυνάμεις. Ωστόσο, ένα μήνα αργότερα παραχωρήθηκε στη Γερμανία, με βάση τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Στην Ο. διεξήχθησαν οι περισσότερες συγκρούσεις του εμφυλίου πολέμου τα επόμενα δύο χρόνια και τελικά, το 1920, ιδρύθηκε η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ο.
Με τη Συνθήκη της Ρίγας, το 1921, η δυτική Ο. αποδόθηκε στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία και στη Ρουμανία, ενώ η ανατολική αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά τμήματα της Σοβιετικής Ένωσης. Η δεκαετία του ’20 ήταν περίοδος εθνικής ανασυγκρότησης, κατά την οποία ευνοήθηκε η χρήση της ουκρανικής γλώσσας και ανήλθε επίσης το επίπεδο ζωής των αγροτών. Οι επιπτώσεις, ωστόσο, από την εισαγωγή του συστήματος κολεκτιβοποίησης της γης ήταν σοβαρές, μεταξύ των οποίων η πρόκληση λιμού, εξαιτίας του οποίου έχασαν τη ζωή τους εκατομμύρια Ουκρανοί. Η πολιτική καταπίεση κατά τη διάρκεια της σταλινικής περιόδου ήταν ιδιαίτερα σκληρή στην Ο., καθώς αποσκοπούσε στην καταστολή της εθνικής συνείδησης.
Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στην Ο., με αποτέλεσμα 6.000.000 άτομα να πεθάνουν στη διάρκειά του. Η νίκη του σοβιετικού στρατού ένωσε τα δυτικά και τα ανατολικά τμήματα της Ο. και, το 1954, συμπεριελήφθη στη δημοκρατία αυτή και η Κριμαία, της οποίας η μεγάλη πλειοψηφία των Τατάρων κατοίκων είχε εκτοπιστεί από τον Στάλιν στη Σιβηρία. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, η αντιπολίτευση εκφράστηκε κυρίως μέσω ανεξάρτητων εκδόσεων, που έγιναν γνωστές σε όλη τη Σοβιετική Ένωση ως Σαμιζντάτ. Το 1972, ωστόσο, σημειώθηκαν εκκαθαρίσεις και εντός των κόλπων του KK της Ο. και ο ηγέτης του, Πετρ Σελέστ, ο οποίος κατηγορήθηκε ως υποστηρικτής των διαφωνούντων, αντικαταστάθηκε από τον Bλαντιμίρ Στσερμπίτσκι, πιστό στον Σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Mπρέζνιεφ και ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 1989. Η άνοδος στην εξουσία του Γκορμπατσόφ επηρέασε ελάχιστα τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ο. Οι μεταρρυθμίσεις του δεν εφαρμόστηκαν παρά μόνο ευκαιριακά και συνεχίστηκαν οι σκληρές διώξεις εναντίον των διαφωνούντων.
Στις 26 Απριλίου του 1986, σημειώθηκε η μεγάλη έκρηξη στον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στο Τσερνομπίλ της βόρειας Ο. Τεράστιες ποσότητες ραδιενέργειας εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα, αλλά η καταστροφή τηρήθηκε αρχικά μυστική από τις αρχές. Τελικά, οι σοβιετικές αρχές παραδέχτηκαν την τεράστια καταστροφή και ανακοίνωσαν 31 νεκρούς από την αρχική έκρηξη. Σχηματίστηκε ζώνη αποκλεισμού γύρω από το Τσερνομπίλ και 135.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν σε άλλες περιοχές. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών παραμένει άγνωστος, αλλά τον Απρίλιο του 1995 ανακοινώθηκε ότι περίπου 125.000 άνθρωποι πέθαναν στην Ο. κατά την πρώτη εξαετία μετά την πυρηνική καταστροφή.
Οι αντιδράσεις για την πυρηνική καταστροφή συνέβαλαν στην αύξηση της λαϊκής υποστήριξης προς τις ομάδες της αντιπολίτευσης στην Ο., οι οποίες ενθαρρύνονταν και από τις επιτυχίες των λαϊκών μετώπων στις βαλτικές δημοκρατίες. Τον Νοέμβριο του 1988, το Ουκρανικό Λαϊκό Κίνημα γα την Αναδιάρθρωση, γνωστό ως Pουχ, ιδρύθηκε στο Κίεβο και, παρά τις αντιδράσεις, δημοσίευσε το μανιφέστο του, τον Φεβρουάριο του 1989. Κατά την περίοδο αυτή, αντίπαλος της κυβέρνησης ήταν και το ανεξάρτητο εργατικό κίνημα των εργατών ορυχείων στην περιοχή του Nτονμπάς. Αιτήματα έθεταν επίσης και θρησκευτικές ομάδες, όπως η Καθολική Εκκλησία της Ο. και η Αυτοκέφαλος Ορθόδοξη Εκκλησία της Ο., διεκδικώντας τη νομιμοποίησή τους, κάτι το οποίο πέτυχαν αργότερα.
Η αδυναμία του καθεστώτος να αντιμετωπίσει την αντιπολίτευση, οδήγησε στα μέσα του 1989 στην απομάκρυνση του Στσερμπίνσκι και στην αντικατάστασή του από τον Bολοντιμίρ Iβάσκο. Το Pουχ νομιμοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1990, αλλά η συνεργασία του με άλλες ομάδες στο πλαίσιο του δημοκρατικού μπλοκ οδήγησε σε νίκη στις εκλογές για το ανώτατο σοβιέτ της Ο. O Iβάσκο εξελέγη πρόεδρος του ανώτατου σοβιέτ, παραιτούμενος από το κόμμα και, τον Ιούλιο του 1990, το ανώτατο σοβιέτ υιοθέτησε διακήρυξη κυριαρχίας, ενώ ο Iβάσκο παραιτήθηκε από τη θέση του, γιατί είχε αναδειχθεί αναπληρωτής του Γκορμπατσόφ στο KKΣE. Νέος πρόεδρος του ανώτατου σοβιέτ ανέλαβε ο Λεονίντ Kραβτσούκ. Παρά την υποστήριξη του Pουχ στην πορεία προς την ανεξαρτησία, η κυβέρνηση έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις για μια νέα συνθήκη ένωσης και συμφώνησε να διεξαχθεί το δημοψήφισμα για το μέλλον της EΣΣΔ. Από το 84% των εκλογέων που έλαβαν μέρος στο δημοψήφισμα, το 70% ενέκρινε την πρόταση του Γκορμπατσόφ για τη δημιουργία ανανεωμένης ομοσπονδίας, αλλά σε ένα συμπληρωματικό ερώτημα για τη διακήρυξη κυριαρχίας της Ο., το 80% απάντησε θετικά.
Τους επόμενους μήνες, το αίτημα για πλήρη ανεξαρτησία έγινε εντονότερο και πολλά κόμματα διεκδικούσαν την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας, ενώ κάποια άλλα άρχισαν να αμφισβητούν την ένταξη της Ο. στη Σοβιετική Ένωση, καθώς αρνούνταν να αναγνωρίσουν τους σοβιετικούς θεσμούς. Ταυτόχρονα, εντός των κόλπων του ΚΚ της Ο. άρχιζαν να εμφανίζονται έντονες διαφορές ανάμεσα στους λεγόμενους εθνικούς κομουνιστές, με επικεφαλής τον Λεονίντ Kραβτσούκ, οι οποίοι υποστήριζαν τη μεγαλύτερη ανεξαρτησία της χώρας και σε εκείνους οι οποίοι παρέμεναν δεσμευμένοι στην EΣΣΔ. Όταν εκδηλώθηκε η απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Γκορμπατσόφ, τον Αύγουστο του 1991, η αντίδραση της ηγεσίας ήταν διστακτική, αλλά η αντιπολίτευση διεκδικούσε πιο ριζοσπαστική στάση. Με την κατάρρευση του πραξικοπήματος, το ανώτατο σοβιέτ της Ο. υιοθέτησε διακήρυξη ανεξαρτησίας και το KK της Ο. τέθηκε εκτός νόμου. Παρά την ιστορία του ως υψηλού κομματικού στελέχους, η ικανότητα του Kραβτσούκ και η υποστήριξή του στην ανεξαρτησία, του εξασφάλισαν την εκλογή στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, τον Δεκέμβριο του 1991, με το 62% των ψήφων. Η διακήρυξη ανεξαρτησίας εγκρίθηκε από το 90% των ψηφισάντων. Η νίκη του Kραβτσούκ δίχασε την αντιπολίτευση και ιδιαίτερα το Pουχ.
Στη διάρκεια του 1992, διατυπώθηκαν επικρίσεις εναντίον της κυβέρνησης του Bίτολντ Φόκιν, μετά την απόφασή του για απελευθέρωση των τιμών και τελικά τον Σεπτέμβριο παραιτήθηκε και νέος πρωθυπουργός ορίστηκε ο Λεονίντ Kούτσμα, έως τότε διευθυντής εργοστασίου κατασκευής πυραύλων. Το ανώτατο σοβιέτ ενέκρινε τη νέα κυβέρνηση, στην οποία συμπεριελήφθησαν μέλη του Pουχ και του νεοσυσταθέντος κόμματος Νέα Ο., το οποίο υποστήριζε την εφαρμογή ριζικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Τον Νοέμβριο του 1992, το ανώτατο συμβούλιο, όπως μετονομάστηκε πλέον το ανώτατο σοβιέτ, εκχώρησε στον πρωθυπουργό Kούτσμα ειδικές εξουσίες, για να κυβερνήσει με διατάγματα επί έξι μήνες, με στόχο να αντιμετωπίσει τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα. Προτάθηκε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αυστηρών περιορισμών στις κρατικές δαπάνες και σκληρής πολιτικής κατά της διαφθοράς. Τα μέτρα της κυβέρνησης υποστηρίχθηκαν από τα περισσότερα κεντροδεξιά κόμματα, αλλά συνάντησαν την αντίδραση του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ο., το οποίο συστάθηκε από μέλη του KK και άλλων αριστερών ομάδων.
Καθώς η οικονομική κατάσταση επιδεινωνόταν, οι διενέξεις που αφορούσαν στην οικονομική πολιτική κυριάρχησαν στην εσωτερική πολιτική ζωή καθ’ όλη τη διάρκεια του 1993. Τον Αύγουστο του 1993, ο Kούτσμα υπέβαλε την παραίτησή του, τονίζοντας ότι το ανώτατο συμβούλιο παρεμπόδιζε το έργο του και τελικά ο Kραβτσούκ ανέλαβε τον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης. Προκηρύχθηκαν νέες εκλογές, με νέο εκλογικό νόμο, οι οποίες διεξήχθησαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1994 με μεγάλη συμμετοχή του λαού, και το αποτέλεσμα των οποίων ήταν σημαντική νίκη των κομουνιστών και των αριστερών κομμάτων, καθώς και των ανεξαρτήτων υποψηφίων. Το KK της Ο. απέσπασε το μεγαλύτερο ποσοστό εδρών και με τους συμμάχους του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Αγροτικό Κόμμα, συγκρότησε την ισχυρότερη παράταξη στο ανώτατο συμβούλιο. Ωστόσο, 170 έδρες απέσπασαν και οι ανεξάρτητοι, ενώ το Pουχ και τα άλλα εθνικιστικά κόμματα απέσπασαν ελάχιστες έδρες. Τον Μάιο, ο Αλεξάντρ Mορόζ, ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, εξελέγη πρόεδρος του ανωτάτου συμβουλίου και τον Ιούνιο ο Bιτάλι Mαζόλ εξελέγη πρωθυπουργός. Τον Ιούνιο του 1994, διεξήχθησαν άμεσες προεδρικές εκλογές με επτά υποψηφίους. Στον δεύτερο γύρο, ο Kούτσμα εξελέγη πρόεδρος με το 52% των ψήφων, ενώ ο Kραβτσούκ απέσπασε το 45%. Τον Μάρτιο του 1995, ο Mαζόλ παραιτήθηκε λόγω διαφωνιών του με τον πρόεδρο Kούτσμα και αντικαταστάθηκε από τον Γιεβχέν Mαρτσούκ. Στα μέσα του χρόνου, εκδηλώθηκε πάλι συνταγματική κρίση με την αντιπαράθεση του ανωτάτου συμβουλίου και του προέδρου, η οποία φάνηκε να λύνεται με την υπογραφή από τον πρόεδρο και το ανώτατο συμβούλιο μιας συνταγματικής συμφωνίας, με την οποία ενισχυόταν η προεδρική εξουσία του Kούτσμα, μέχρις ότου καταρτιζόταν το νέο ουκρανικό σύνταγμα.
Μολονότι η Ο. δεν γνώρισε συγκρούσεις μεταξύ εθνολογικών ομάδων, όπως συνέβη σε άλλες σοβιετικές δημοκρατίες, σοβαρά πολιτικά προβλήματα προέκυψαν σχετικά με την Κριμαία. Η περιοχή αυτή, η οποία αποτελούσε τμήμα της ρωσικής ομοσπονδίας μέχρι το 1954 και ο πληθυσμός της ήταν κατά πλειοψηφία ρωσικός (περίπου το 70%), έδειξε να αντιτίθεται στην ανεξαρτησία της Ο., κάτι το οποίο έγινε πιο περίπλοκο με την επιστροφή των Τατάρων στην πατρίδα τους. Σε δημοψήφισμα που έγινε το 1991, οι κάτοικοι της Κριμαίας ψήφισαν υπέρ της αυτονομίας, αλλά αντέδρασαν σε αυτό οι Τάταροι. Μετά την απόφαση της Ρωσικής ομοσπονδίας να επανεξετάσει τη μεταβίβαση της Κριμαίας στην Ο., το κοινοβούλιο της Ο. αντέδρασε, δηλώνοντας ότι η απόφαση αυτή παραβίαζε αριθμό συνθηκών, μεταξύ των οποίων και τη συνθήκη για την ίδρυση της κοινοπολιτείας ανεξαρτήτων κρατών. Τον Φεβρουάριο του 1992, το ανώτατο σοβιέτ της Κριμαίας αποφάσισε να ανακηρύξει την περιοχή σε Δημοκρατία της Κριμαίας και επέμεινε σε αυτή την απόφαση, παρά τις προτάσεις των ουκρανικών αρχών για αυτοδιοίκηση. Ωστόσο, μετά τις απειλές για οικονομικό αποκλεισμό, η διακήρυξη της ανεξαρτησίας ανακλήθηκε και οι ουκρανικές αρχές επιβεβαίωσαν το καθεστώς της Κριμαίας ως αυτόνομης δημοκρατίας. Με την εκλογή του Γιούρι Mεσκόφ, ενός Ρώσου, ως προέδρου της Κριμαίας, τον Ιανουάριο του 1994, προκλήθηκε ένταση και πάλι με τις ουκρανικές αρχές. Τον Μάρτιο, δημοψήφισμα στην Κριμαία κατέδειξε ότι το 70% διεκδικούσε μεγαλύτερη αυτονομία, κάτι το οποίο επιχείρησε να θεσπίσει το κοινοβούλιο της Κριμαίας. Τελικά, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να παραμείνει αυτόνομη η Κριμαία, εντός των πλαισίων της Ο. Ωστόσο η Ο., μολονότι αρχικά αρνήθηκε να δεσμευτεί σε μια νέα πολιτική ένωση με τις άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, τελικά συμφώνησε για την ίδρυση της κοινοπολιτείας ανεξαρτήτων κρατών. Ωστόσο, δυσκολίες προέκυψαν σχετικά με τις ένοπλες δυνάμεις. Η μεγαλύτερη διένεξη εκδηλώθηκε μεταξύ της Ο. και της Ρωσίας, σχετικά με τον σοβιετικό στόλο της Μαύρης θάλασσας, που έχει την έδρα του στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας. Στην αρχή, τόσο η Ο. όσο και η Ρωσία διεκδικούσαν ολόκληρο τον στόλο, στη συνέχεια οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε από κοινού έλεγχό του για μια μεταβατική περίοδο, έπειτα όμως από ορισμένα επεισόδια τα οποία σημειώθηκαν εντός των κόλπων του στόλου, ο πρόεδρος Γιέλτσιν και ο πρόεδρος Kούτσμα συμφώνησαν τελικά, τον Απρίλιο του 1995, στην ισότιμη μεταξύ των δύο χωρών κατανομή του στόλου, με ξεχωριστές βάσεις για το ουκρανικό και για το ρωσικό τμήμα του. Οι σχέσεις με τη Ρωσία διήλθαν επίσης από μια περίοδο έντασης, λόγω των διαφωνιών για το μέλλον των πυρηνικών όπλων. Η Ο. καθυστέρησε την επικύρωση της πρώτης συνθήκης για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων (START 1), επιδιώκοντας προφανώς την επίτευξη σημαντικών οφελών, ιδιαίτερα οικονομική βοήθεια από τις δυτικές χώρες. Τον Ιανουάριο του 1994, υπογράφηκε τελικά τριμερής συμφωνία μεταξύ Ο., Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών για την αποπυρηνικοποίηση της Ο. Τον Μάρτιο του 1995, ο Kούτσμα ανακοίνωσε ότι η μεταφορά των πυρηνικών όπλων της Ο. στη Ρωσία θα ολοκληρωνόταν το 1997.
Την άνοιξη του 1996, το ζήτημα του πυρηνικού εργοστασίου Τσερνομπίλ ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα, μετά από έκκληση της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το κλείσιμό του πριν από το 2000. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Ο., Λεονίντ Kούτσμα, μιλώντας κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων για την επέτειο των δέκα ετών από την καταστροφή του Τσερνομπίλ, δήλωσε ότι η Ο. θα έδινε το παράδειγμα και θα έκλεινε τον πυρηνικό σταθμό.
Τον Μάιο του 1996, ο Kούτσμα απομάκρυνε με προεδρικό διάταγμα τον πρωθυπουργό Mαρτσούκ και όρισε νέο πρωθυπουργό τον Παύλο Λαζαρένκο, ενώ στα τέλη Ιουνίου η ουκρανική βουλή ενέκρινε το πρώτο μετασοβιετικό σύνταγμα της χώρας, μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις μεταξύ του προέδρου και της βουλής. Το νέο σύνταγμα εκχωρούσε ευρείες εξουσίες στον πρόεδρο και καθιέρωνε την ουκρανική ως τη μοναδική επίσημη γλώσσα της χώρας. Μετά τις εκλογές για το ανώτατο συμβούλιο, οι οποίες διεξήχθησαν τον Μάρτιο του 1998, αναδείχθηκαν πάρα πολλοί ανεξάρτητοι υποψήφιοι, μολονότι το Κομουνιστικό Κόμμα παρέμεινε το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, ο Κούτσμα απέσπασε το 56% των ψήφων και επανεξελέγη πρόεδρος της χώρας, νικώντας τον κομουνιστή υποψήφιο Πέτρο Σιμονένκο. Ο Κούτσμα όρισε πρωθυπουργό της χώρας τον Βίκτορα Γιουτσένκο, πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας. Για να έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και να προβεί σε οικονομικές μεταρρύθμισης που θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, ο Κούτσμα ανήγγειλε την πρόθεσή του να προβεί στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, προκειμένου να εκχωρηθούν στον πρόεδρο ευρύτερες εξουσίες στα θέματα της εθνικής οικονομίας. Τον Μάρτιο του 2000, ο πρόεδρος κατήργησε δια νόμου την ποινή του θανάτου., συμμορφούμενος με τις υποδείξεις του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο πρόεδρος Κούτσμα κατάφερε να περιορίσει τις εξουσίες της βουλής και να αυξήσει τις δικές του, μετά από το δημοψήφισμα που διεξήχθη τον Απρίλιο, σύμφωνα με το οποίο το 89% των Ουκρανών τάχθηκαν υπέρ του περιορισμού της ασυλίας των βουλευτών και το 90% υπέρ της μείωσης του αριθμού των βουλευτών από 450 σε 300. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν επίσης θετικό για τη δημιουργία δύο νομοθετικών σωμάτων, και προσέδωσε επίσης στον πρόεδρο τη δυνατότητα να διαλύσει τη βουλή σε περίπτωση που αυτή αποτύχει να ορίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας εντός μηνός από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών ή που δεν ψηφίσει τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό εντός τριών μηνών από την κατάθεσή του στη βουλή. Ορόσημο αποτελεί η 15η Δεκεμβρίου του 2000, όταν επιτέλους ετέθη εκτός λειτουργίας ο τελευταίος πυρηνικός αντιδραστήρας στο Τσερνομπίλ. Τον Φεβρουάριο του 2001, η Ο. και η Ρωσία αποφάσισαν να επανασυνδέσουν τα εθνικά ηλεκτρικά τους δίκτυα, προκειμένου να ξεπεράσει η Ο. την ενεργειακή κρίση που αντιμετώπιζε. Στις αρχές του 2001, ο πρόεδρος υπέστη μεγάλες πιέσεις για να παραιτηθεί, συνεπεία της στάσης του απέναντι στις αντιπολιτευόμενες πολιτικές ομάδες και της ενδεχόμενης εμπλοκής του στην εξαφάνιση, τον Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους, του Γκεόργκι Γκοντάτζε, ενός αντιφρονούντος δημοσιογράφου. Τον Απρίλιο του 2001, ο πρωθυπουργός Βίκτωρ Γιουτσένκο απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή και αντικαταστάθηκε, στα τέλη Μαΐου, από τον Ανατόλι Κίνακ, ο οποίος υποσχέθηκε να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, για την περαιτέρω ένταξη της Ο. στην Ευρώπη. Οι σχέσεις μεταξύ Ο. και Ρωσίας διαταράχθηκαν πρόσκαιρα τον Νοέμβριο όταν, κατά τη διάρκεια στρατιωτικών ασκήσεων, ένας ουκρανικός πύραυλος εδάφους-αέρος χτύπησε ένα ρωσικό αεροπλάνο της πολιτικής αεροπορίας πάνω από τη Μαύρη θάλασσα, προκαλώντας τον θάνατο και των 78 επιβαινόντων στο αεροσκάφος. Τον Δεκέμβριο του 2001, οι ΗΠΑ επέβαλαν απαγορευτικούς δασμούς στις εισαγωγές ουκρανικών προϊόντων, όταν η Ο. απέτυχε να υιοθετήσει νομοθεσία κατά της πειρατείας, αναφορικά με την αναπαραγωγή και τη διανομή των παραγόμενων στις ΗΠΑ δίσκων οπτικής ανάγνωσης, CD-ROM και ψηφιακών δίσκων βίντεο.Η ουκρανική λογοτεχνία διακρίνεται σαφώς από τη ρωσική. Η αυτόνομη ιστορία της άρχισε τον 13ο-14ο αι. και εδραιώθηκε στα τέλη του 16ου αι., όταν η επίμαχη ένωση της τοπικής Εκκλησίας με το Βατικανό έδωσε την αφορμή για την παραγωγή έργων τα οποία διακατέχονταν τόσο από πνεύμα αντιπαλότητας, όσο και από έντονο εθνικό φρόνημα.
Στα τέλη του 17ου αι., έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα ιστορικά κείμενα και, έναν αιώνα αργότερα, τα πρώτα λεξικά και γραμματικές της ουκρανικής γλώσσας. Η σημαντικότερη προσωπικότητα του 18ου αι. ήταν ο Γκ. Σκοβοροντά (1722-1794), φιλόσοφος επηρεασμένος από τον Βολτέρο, συγγραφέας μελετών, ποιητής και μυθιστοριογράφος. Η νεότερη ουκρανική λογοτεχνία γεννήθηκε με το έργο του Iβάν Π. Kοτλιαρέφσκι (1769-1838) ο οποίος, εκτός από δημιουργός λυρικών ποιημάτων, ωδών, δραμάτων αυθεντικά ουκρανικών, ήταν και ο θεμελιωτής της εθνικής λογοτεχνικής γλώσσας. Μεταξύ των πολυάριθμων συγγραφέων του πρώτου μισού του 19ου αι., οι οποίοι έγραφαν στην εθνική τους γλώσσα, διακρίθηκε ο Tάρας Σεβτσένκο (1814-1861). Πάνω στο δρόμο που χάραξε ο Σεβτσένκο, αναπτύχθηκε σημαντική πεζογραφική δραστηριότητα, η οποία βρήκε τον πρώτο της σημαντικό εκπρόσωπο στο πρόσωπο της Mαρκοβοβτσόκ (ψευδώνυμο της Μαρίας Bιλιίνσκαγια-Mάρκοβιτς, 1834-1907). Στη ρεαλιστική σχολή συγκαταλέχθηκαν επίσης και άλλοι σημαίνοντες συγγραφείς, όπως ο Iβάν Φράνκο (1856-1916), ο Mιχαήλο Kοτσιουμπίνσκι (1864-1913). Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε η ουκρανική λογοτεχνία μετά την επανάσταση του 1917, όταν ανοίχτηκε σε όλα τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής, ενώ γύρω από την ομάδα Molodnjak συγκεντρώθηκαν συγγραφείς οι οποίοι εμπνεύστηκαν από τη θεματολογία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αρκετοί, ωστόσο, υπέστησαν διώξεις, διότι κατηγορήθηκαν ότι μέσω των έργων τους ασκούσαν μικροαστική κριτική στο καθεστώς. Οι διώξεις εναντίον των Ουκρανών διανοουμένων εντάθηκαν κατά την περίοδο 1932-38. Μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE, εμφανίστηκε και στην Ο. μια νέα γενιά λογοτεχνών οι οποίοι αρνήθηκαν τα προκαθορισμένα σχήματα, έστω και αν, πριν από την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, απαγορεύονταν τα έργα των πιο ανεξάρτητων συγγραφέων. Από τους ποιητές, αξιόλογοι ήταν οι Λίνα Kοστένκο, Bαζίλ Σιμονένκο (1935-1963), Iβάν Nτρατς, Bαζίλ Στους, Iρίνα Zιλένκο. Από τους πεζογράφους, διακρίθηκαν οι Bολοντιμίρ Nτροζντ, Bαλερί Σέβτσουκ, κ.ά. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, η ουκρανική λογοτεχνία διαφοροποιήθηκε, παρουσιάζοντας πλήρη ιδιομορφία στη θεματολογία και στην τεχνική της.Κατά την περίοδο της διαμόρφωσης του ουκρανικού έθνους (14ος-15ος αι.), οι ανάγκες για τη δημιουργία αμυντικών έργων και η ανάπτυξη των φεουδαρχικών σχέσεων επέβαλαν το χτίσιμο οχυρώσεων σε απλές και κοφτές φόρμες. Στην αρχή, το πιο εύχρηστο υλικό ήταν το ξύλο, που βαθμιαία αντικαταστάθηκε από την πέτρα και τα τούβλα (κάστρα του Bλαντιμίρ-Bολίνσκι, Λουκ, Kρέμενετς, Mπιτσάτς). Ακόμα και τα θρησκευτικά κτίρια απέκτησαν στρατιωτικό χαρακτήρα (εκκλησίες του Oστρόγκ Σουτκόβτσι). Στην αρχιτεκτονική του 16ου αι., παρατηρείται μια διαδικασία αφομοίωσης των κατακτήσεων της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και ιδιαίτερα της ιταλικής Αναγέννησης. Η θρησκευτικού χαρακτήρα ζωγραφική αναπτύχθηκε κυρίως στις εικόνες της σχολής του Nόβγκοροντ.
Η ένωση της Ο. με τη Ρωσία (1654) προσδιόρισε και την πολιτιστική της ανάπτυξη. Στη γλυπτική, εκτός από αγάλματα, σε μεγάλη ακμή έφτασε η ξυλογλυπτική, με τη δημιουργία εικονοστασίων. Φιλοτεχνήθηκαν οι μνημειώδεις συνθέσεις της μονής Γκουστίνσκι στο Πριλούκι και της Πετσιόρσκαγια Λάβρα στο Κίεβο, όπου διαμορφώθηκε μια διάσημη καλλιτεχνική σχολή.
Στην αρχιτεκτονική του 18ου αι. επιβλήθηκαν χαρακτηριστικές μορφές μπαρόκ και χτίστηκαν στην Ο. εκκλησίες, μέγαρα και δημόσια κτίρια βασισμένα σε σχέδια αρχιτεκτόνων όπως ο Mπ. Pαστρέλι, ο A. Kβάσοφ, υπό την επίδραση του οποίου αναπτύχθηκαν οι δραστηριότητες των καλύτερων τοπικών καλλιτεχνών, όπως ο Σ. Nτ. Kόβνιρ (1695-1786) και ο I. Mπάρσκι (1713-1785). Μεταξύ των ζωγράφων, διασημότερος ήταν ο T. Σεβτσένκο (1814-1861), ο οποίος ήταν επίσης ποιητής και χαράκτης και περιβαλλόταν από πλήθος μαθητών.
Στην Ο. εμφανίστηκαν και τα διάφορα ρεύματα της παρακμής. Η ουκρανική σοβιετική τέχνη, γεννημένη μετά την οκτωβριανή επανάσταση, προσανατολίστηκε κυρίως προς την τεχνική της αφίσας, προς τις γραφικές τέχνες, προς τη μνημειακή και τη διακοσμητική τέχνη. Νέες τάσεις εμφανίστηκαν στη δεκαετία 1980-90, οι οποίες ωστόσο δεν έλαβαν ακόμα οριστική μορφή.Σύμφωνα με το αρχείο ομογενειακών οργανώσεων, ζουν και εργάζονται στην Ο. 250.000 Έλληνες (2002).
Η «Παναγία της μονής των σπηλαίων», του 1299 (Μόσχα, Πινακοθήκη Τρετιάκωφ).
Η μεγαλύτερη ακμή της ουκρανικής τέχνης σημειώθηκε στην εποχή του αρχαίου κράτους του Κιέβου. Αλλά το 17o-18o αιώνα παρατηρείται άνθηση της τοπικής αρχιτεκτονικής, που προσαρμόζεται στο ρυθμό μπαρόκ, διασκευασμένο σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνοτροπία. Στην εικόνα η Κίεβο-Πετσιόρσκαγια Λάβρα.
Το Ανάκτορο των τσάρων στο Κίεβο, που χτίστηκαν το 18o αιώνα. Στην Ουκρανία το 18o-19o αιώνα, η ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής, χάρη στην εντατικοποίηση της πολεοδομικής δραστηριότητας, ακολουθεί στο μεγαλύτερο αριθμό οικοδομών το νεοκλασικό αρχιτεκτονικό ρυθμό.
Το Κίεβο αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα κέντρο της ουκρανικής καλλιτεχνικής κίνησης. Πάνω, το κωδωνοστάσιο της Αγίας Σοφίας (1017).
Η κύρια είσοδος (πύλη) του ναού του 5ου-6ου αι. π.Χ.
Τα Μωσαϊκά της περίφημης βασιλικής στη Σεβαστούπολη.
Το πανεπιστήμιο του Λβωφ, στην Ουκρανία.
Το τσίρκο του Κιέβου της πρωτεύουσας της Ουκρανίας.
Αγροτική παραδοσιακή κατοικία της Ουκρανίας.
Mια άποψη του Δνείπερου, στο Κίεβο. Με μήκος 2.000 χλμ. και λεκάνη 500.000 περίπου τ.χλμ., ο ποταμός αυτός συγκεντρώνει τα νερά της κεντροανατολικής Ουκρανίας, τροφοδοτώντας σπουδαίες λίμνες-δεξαμενες.
‘Ενα υπέροχο συντριβάνι στο λόφο Βολοντιμίσκα.
Φωτογραφία της Ουκρανίας από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Ουκρανία Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική της Ουκρανίας Έκταση: 603.700 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.396.470 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κίεβο (2.602.000 κάτ. το 2001)
Dictionary of Greek. 2013.